- ὑποτίθεμαι
- полагаю
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
υποτίθεμαι — ὑποτίθεμαι ΝΜΑ, και ενεργ. τ. ὑποτίθημι ΜΑ [τίθημι] νεοελλ. (γ εν. πρόσ. παθ. ενεστ.) υποτίθεται τίθεται ως προϋπόθεση ή θεωρείται πιθανό (α. «υποτίθεται ότι στο σκάνδαλο είναι αναμεμιγμένοι και υψηλά ιστάμενοι» β. «αφού ζει σε τέτοια πολυτέλεια … Dictionary of Greek
ὑποτίθεμαι — ὑποτίθημι place under pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελπίδα — η (AM ἐλπίς) 1. η προσδοκία για κάτι καλό, το να περιμένει κανείς ότι κάτι ευχάριστο θα συμβεί (α. «δεν χάνω την ελπίδα μου» β. «έχω ελπίδες για κάτι» γ. «ῥαγεισῶν ἐλπίδων» αφού ναυάγησαν, δεν ευοδώθηκαν οι ελπίδες) 2. αυτός στον οποίο… … Dictionary of Greek
προσύπειμι — Μ (με δοτ.) υπόκειμαι σε κάτι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὕπειμι (Ι) «υπόκειμαι, υποτίθεμαι» (< εἰμί)] … Dictionary of Greek
συνυποτίθεμαι — Α [ὑποτίθεμαι] 1. θεωρώ κάτι ακόμη ως δεδομένο 2. επινοώ κάτι από κοινού με κάποιον άλλο 3. προτείνω ή συμβουλεύω κάποιον επιπροσθέτως … Dictionary of Greek
υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… … Dictionary of Greek
υποτίθημι — ΜΑ βλ. υποτίθεμαι … Dictionary of Greek